αλήθεια

αλήθεια
Η ακρίβεια. Αυτό που δεν είναι ψευδές ή πλαστό. Αυτό που υπάρχει αντικειμενικά. Η πραγματικότητα. Η α. συνιστά το πρωταρχικό και δυσκολότερο πρόβλημα της ανθρώπινης γνώσης. Είναι το πρωταρχικό, στον βαθμό που η προσπάθεια για την προσέγγισή του θεμελιώνει αυτό το ίδιο το νόημα της ανθρώπινης ζωής, και το δυσκολότερο, εξαιτίας της καθολικότητας και της περιπλοκότητάς του. Οι μέθοδοι έρευνας του προβλήματος αυτού είναι δύο: η επιστημονική και η φιλοσοφική. Πιο συγκεκριμένα, η επιστημονική α. ταυτίζεται με τη γνώση των σχέσεων μεταξύ των φαινομένων, η οποία διαθέτει νομολογική ισχύ και προκύπτει μέσα από πειραματικούς ελέγχους και μετρήσεις, ενώ η φιλοσοφική α. ταυτίζεται με τη σύλληψη της ουσίας των φαινομένων του κόσμου και του πνεύματος, είναι δε προϊόν διαστοχαστικής γνωστικής διαδικασίας. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο I. Θεοδωρακόπουλος, η φιλοσοφία «δεν ζητά να γνωρίσει ορισμένη κατηγορία φαινομένων ή γεγονότων ιστορικών, φιλολογικών, ούτε ζητά να κατανοήσει το σύνολο των φαινομένων, αλλά θέλει να κατανοήσει τις αρχές, τις ουσιαστικές αρχές, που διέπουν το ανθρώπινο πνεύμα και καθεαυτό και κατά τις γνωστικές του σχέσεις με τον κόσμο». Η ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης φανερώνει ότι η θεωρία σχετικά με το πρόβλημα της α. είχε βασικά οντολογικό και επιστημολογικό ή γνωσιολογικό χαρακτήρα. Στην πρώτη περίπτωση το αντικείμενο της φιλοσοφικής αναζήτησης υπήρξε η ίδια η φύση της α., ενώ στη δεύτερη η ανεύρεση των κριτηρίων ελέγχου της α., ο καθορισμός των πηγών της γνώσης της και η οριοθέτηση των νοητικών δυνατοτήτων που προϋποθέτει η προσπέλασή της. Στο πλαίσιο της παραδοσιακής οντολογίας, οι θεωρίες που διατυπώθηκαν κυμαίνονται μεταξύ μιας πνευματοκρατικής (ιδεοκρατικής) αντίληψης για την α., που δέχεται ότι η ουσία της πραγματικότητας είναι πνευματική και μιας υλιστικής, που αποδίδει στην πραγματικότητα υπόσταση υλική. Από το άλλο μέρος, στο πλαίσιο της επιστημολογικής προβληματικής, οι απόψεις που διαμορφώθηκαν σχετικά με το ζήτημα της προέλευσης της γνώσης είναι δυνατόν να διακριθούν σε εμπειριοκρατικές, που δέχονται ότι η γνώση ανάγεται στην εξωτερική πείρα, στα δεδομένα των αισθήσεων ή των αισθημάτων, και σε ορθολογικές, που ξεκινούν από τη θέση ότι η νόηση, η διάνοια, ο λόγος, αποτελούν τα θεμέλια της γνωστικής εμπειρίας. Ως προς την αξία και το κύρος της γνώσης, οι οπαδοί μιας δογματικής στάσης υποστηρίζουν ότι η α. που ανακαλύπτουμε στα πράγματα κατέχει απόλυτη και ολοκληρωτική αξία, ενώ αντίθετα, οι οπαδοί ενός αυστηρού αγνωστικισμού φρονούν ότι είναι αδύνατη η εμβάθυνση στην αλήθεια του κόσμου και της ζωής και η οριστική αναγωγή στην ουσία και την πρώτη αρχή των όντων. Στο μεταίχμιο των δύο αυτών αντίπαλων θέσεων βρίσκεται μια τρίτη φιλοσοφική εκδοχή, η οποία χαρακτηρίζεται από το πνεύμα ενός σχετικισμού και καταλήγει στη βεβαιότητα ότι η γνώση της πραγματικότητας έχει συγκεκριμένα όρια στο πλαίσιο των οποίων είναι δυνατή και ασφαλής.
* * *
η (Α ἀλήθεια)
1. η πραγματική κατάσταση σε αντίθεση προς το ψεύδος
2. η αντικειμενική ύπαρξη (σε αντίθεση με τη φαινομενικότητα), η πραγματικότητα
μσν.- νεοελλ.
(ως επίρρ.) αληθινά, πραγματικά, όντως
νεοελλ.
1. λόγος που δεν περιέχει ψεύδος, αληθινός λόγος
2. αρχή ή δόγμα που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, αξίωμα καθολικού κύρους, αδιάσειστο γνωμικό
3. ορθότητα, ακρίβεια
4. (ως δηλωτικό όρκου στη φρ.) «μα την αλήθεια»
5. ως εισαγωγικό μόριο στην αρχή τού λόγου «αλήθεια, ξέρεις τί μού είπε ο φίλος σου;»
6. ως επιφώνημα θαυμασμού, απορίας ή αγανάκτησης
αρχ.-μσν.
αληθινή έκβαση, επαλήθευση ονείρου ή οιωνού
αρχ.
1. ο πραγματικός πόλεμος σε αντίθεση προς την πολεμική άσκηση ή την παράταξη
2. (για πρόσωπα) το μη επίπλαστο, το άδολο, φιλαλήθεια, ειλικρίνεια
3. το σύμβολο τής αλήθειας, κόσμημα που φορούσε ο Αιγύπτιος αρχιερέας
4. Μυθ. προσωποπ. η Αλήθεια*
5. (επιρρηματικές χρήσεις) «(τῇ) ἀληθείᾳ», «ταῑς ἀληθείαις» — αληθινά, όντως
(με πρόθεση) «ἐν τῇ ἀληθείᾳ», «ἐπὶ τῆς ἀληθείας», «μετ' ἀληθείας», «κατὰ τὴν ἀλήθειαν», «ξὺν ἀληθείᾳ» κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθής.
ΠΑΡ. νεοελλ. αληθιανός.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αληθειογράφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀληθεία — ἀληθείᾱ , ἀλήθεια truth fem nom/voc/acc dual ἀληθείᾱ , ἀλήθεια truth fem nom/voc/acc dual (epic) ἀληθείᾱ , ἀλήθεια truth fem nom/voc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀληθείᾳ — ἀληθείᾱͅ , ἀλήθεια truth fem dat sg (attic doric aeolic) ἀληθείᾱͅ , ἀλήθεια truth fem dat sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλήθεια — ἀλήθεια , ἀλήθεια truth fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλήθεια — truth fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλήθεια — η 1. η συμφωνία με την πραγματικότητα: Είπα την αλήθεια και μόνο. 2. ό,τι δεν μπορεί τότε που λέγεται να αμφισβητηθεί (φιλοσοφική, επιστημονική αλήθεια κτλ.): Οι μαθηματικές αλήθειες είναι οι πιο σταθερές. 3. ως επίρρ., αληθινά: Αλήθεια, λένε πως …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀληθεῖᾳ — ἀληθεῖαι , ἀλήθεια truth fem nom/voc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλήθειᾳ — ἀλήθειαι , ἀλήθεια truth fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τι ἐστίν ἀλήθεια. — τι ἐστίν ἀλήθεια. См. Что есть истина? …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Φίλος μὲν Σωκράτης, ἀλλὰ φιλτάτη ἡ ἀλήθεια. — φίλος μὲν Σωκράτης, ἀλλὰ φιλτάτη ἡ ἀλήθεια. См. Варвара мне тетка, а правда сестра …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἀληθείας — ἀληθείᾱς , ἀλήθεια truth fem acc pl ἀληθείᾱς , ἀλήθεια truth fem gen sg (attic doric aeolic) ἀληθείᾱς , ἀλήθεια truth fem acc pl (epic) ἀληθείᾱς , ἀλήθεια truth fem gen sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”